ανηφορίζω

ανηφορίζω
-ισα, -ισμένος, βαδίζω ανηφορικό δρόμο, γίνομαι ανηφορικός: Είδες, ανηφορίσαμε μάνι μάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανηφορίζω — ανηφορίζω, ανηφόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”